"Μετά την απόλυση βρήκα δουλειά σ' ένα ιδιωτικό σχολείο στο Γιδά. Έτυχα ακριβώς πάνω στην εποχή, που κάτι φοβεροί δάσκαλοι άλλαζαν με ιερό ζήλο το όνομα του χωριού από Γιδά σε Αλεξάνδρεια. Ήταν όλοι τους από χωριά, οι δικοί τους ακόμα εκεί ζούσαν, μα αυτούς τους ενοχλούσαν πολύ τα γίδια. Δεν μπορούσαν ν' ακούν ή να λένε "Γιδά". Παίζοντας τάβλι ή χαρτιά στο καφενείο, διέκοπταν κάθε τόσο την παρτίδα, για να οραματιστούν τις συνέπειες της αλλαγής.
Το παλιό Ρουμλούκι όπου τόσοι μακεδονομάχοι είχαν σαπίσει πολεμώντας στους βάλτους του, έπαιρνε τώρα ένα ευγενικό κοσμοπολίτικο χρώμα. Γρήγορα κατάλαβα με τι είχα να κάνω και διέκοψα κάθε επαφή. Χίλιες φορές καλύτερα μόνος. Νοίκιασα δωμάτιο μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Ήταν ιδιαίτερα σκληροί άνθρωποι, αλλά αυτό δεν με ένοιαζε. Ούτε έναν καφέ δεν με κέρασαν τόσους μήνες. Το μεσημέρι μετά το εστιατόριο, έπαιρνα την εφημερίδα, λίγο τυρί και ψωμί και κλεινόμουν μέσα στο δωμάτιο μου μέχρι την άλλη μέρα. Είχα κουβαλήσει πολλά βιβλία - δανεικά, βέβαια - έγραφα πράγματα δικά μου, κι ετοιμαζόμουν για το σχολείο με κάθε επιμέλεια. Ήμουν ευτυχισμένος όσο ποτέ. Επειδή το φως της ηλεκτρομηχανής τρεμούλιαζε, κι εκτός αυτού γκρίνιαζε η απαίσια νοικοκυρά μου πως καίω πολύ φως, ενώ οι προηγούμενοι νοικάρηδες δεν έκαιγαν σχεδόν καθόλου, παρά μόνο όσο να γδυθούν και να πέσουν, αγόρασα μια μεγάλη γκαζόλαμπα και κατάργησα το πανάθλιο ηλεκτρικό.Τους νοικοκυραίους μου τους έβλεπα, μόνο όταν πήγαινα στο αποχωρητήριο ή στην κουζίνα για νερό και διέσχιζα την κοινή σάλα.
Σύρριζα στο αποχωρητήριο ήταν μια θαυμάσια ροδιά, φορτωμένη λαμπρούς καρπούς. Την έτρεψε πλουσιοπάροχα το άφθονο λίπασμα. "Αυτή είναι η συνετή ροδιά", έλεγα, "κι όχι εκείνη η τρελή του Ελύτη". Φωτιά δεν έβαλα στο δωμάτιο μου κι όταν αργότερα, μετά τις πλημμύρες, έπιασε ο χειμώνας και στα τζάμια σχηματίστηκαν παγωμένα κλαδιά, που δεν έλεγαν να φύγουν, εγώ διάβαζα ως πολύ αργά κουκουλωμένος με το πάπλωμα κι ήμουν μες στη χαρά μου, ακούοντας τον αέρα να βουίζει βαθιά.
Τα λαμπρά πρωινά, καθώς πήγαινα στο σχολείο πατώντας προσεχτικά με τις μπότες πάνω στο απαλό χιόνι και προσέχοντας να μην ξεφύγω απτό δρόμο και πατήσω πάνω στα χωράφια, όπου ήταν καθισμένα τα τσομπανόσκυλα, που παρατηρούσαν με σχολαστικότητα τις κινήσεις μου, έβλεπα τα παιδιά, τους μαθητές μου, να καταφτάνουν παρέες παρέες απτά γειτονικά χωριά με τις τσάντες στο ένα χέρι και χοντρά ξύλα στο άλλο. Τα ξύλα τα είχαν για να μην τους επιτεθούν στο δρόμο λύκοι. Τα παιδιά ήταν πάντα γελαστά, με κατακόκκινα μάγουλα και κάτασπρα δόντια. Με περικύκλωναν και βαδίζαμε όλοι μαζί προς το σχολείο, αναστατώνοντας το χιόνι. Ήμουν πολύ νεαρός, μόνο απτή γραβάτα ξεχώριζα απ τους πιο μεγάλους, και το' χα καημό. "Αυτό δεν είναι δουλειά, είναι πανηγύρι", συλλογιζόμουν. "Μέσα σ' αυτό το θαύμα θα ζήσω, θεέ μου;", έλεγα. Καθώς ανέβαινα στην έδρα, που ήταν ψηλή σαν καμήλα, έριχνα μια ματιά απ' τά παράθυρα στην πίσω μεριά του κτιρίου. Αγριόχηνες, αγριόπαπιες και μυριάδες μαυροπούλια προσγειώνονταν ή σηκώνονταν στην περιοχή του Βάλτου. Πού και πού ακούγονταν τα τουφέκια των κυνηγών."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου