Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ: "Είμαι ο Βαγγέλης"


( μου ήρθε μέσω e-mail το αναδημοσιεύω με την άδεια του συγγραφέα) 

"Είμαι ο Βαγγέλης. Με τα τριπλά του χρόνια. Είναι ο γιος μου, ο εγγονός μου, όμως είναι ο αδερφός μου, είναι το σπλάχνο μου, είμαι εκείνος. Είμαι το ομοίωμά του, είμαι το αίμα του, είμαι εκείνος. Είμαι ο Βαγγέλης. Μα είμαι ζωντανός. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Στο μεταξύ πόσες φορές μ’ έχουν πεθάνει και μένα! Όσες αναγνωρίζω, γιατί υπάρχουν κι άλλες ανεπαίσθητες δολοφονίες, άλλα κρυφά φονικά που έχουν συντελεστεί στην πλάτη μου μα δεν τα ξέρω. Ή μάλλον κάνω πως δεν τα ξέρω γιατί δεν αντέχεται τόσο βάρος. Ναι, «όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους», λέει ο Καρυωτάκης.
Μόνον εγώ το ξέρω όμως το πώς είμαι ακόμα ζωντανός. Εκατό ζωές δε θα μου ’φταναν για να γράψω εκατό γραφές και χίλια τραγούδια για να χωρέσουν αυτόν τον ζωντανό θάνατο. Με παίδεψαν πολύ, με τυράννησαν με ποικίλα χοντροκομμένα και άπειρα πιο ανάλαφρα, αβάσταχτα όμως, πρώιμα μπούλινγκ. Εκείνα της δεκαετίας του ’60, μα που ήταν, λες εκ των υστέρων, ο κόσμος πιο απαίδευτος, όμως μέσα στην μετεμφυλιακή του μιζέρια, με το χνώτο του άκαμπτου χωροφύλακα στο σβέρκο, την αχορταγιά των κοτζαμπάσηδων της εποχής, τη βίτσα του δάσκαλου, την παντοκρατορία των στρατόκαβλων και την ανατολίτικη σατραπεία του πατέρα-αφέντη, να βρίσκουν τα αντίβαρά τους σε ανθρώπινες αγκαλιές που άνοιγαν πρόθυμα σε κάθε βασανισμένη γειτονιά. Κακά τα ψέματα, ο κόσμος ήταν πάντα ίδιος, κι έτσι καθώς φαίνεται θα πάει(χιλιάδες Μαρξ και Φρόυντ να γεννηθούν) αλλά, θαρρείς, τότε μια ιδέα πιο ανθρώπινος. Είχαν ζήσει πόλεμο και πείνα οι δικοί μας, είχαν στερηθεί κι είχαν διδαχτεί και είχαν μιαν ισόβια αγωγή στη συμπόνια. «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», λέει ο Αναγνωστάκης.
Κρατούσα άσβεστη μια φλόγα αντίστασης, έτσι γλίτωσα απ’ τους βασανιστές μου. Δε μπορεί ο καθένας όχι, δεν έχουν όλοι τα ίδια ψυχικά συστατικά. «Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο», λέει ο Σεφέρης. Χωνόμουνα στην αγκαλιά της γιαγιάς μου, αμίλητος, -που να μιλήσεις! Ούτε τώρα θα μιλήσω. Δε θα μιλήσω ποτέ. Αν και, με τον δικό μου τρόπο μιλάω, και μιλάω ανοιχτά πάντοτε, πολύ ανοιχτά, δεν έχω ανάγκη κανέναν, -χρέος είναι εξάλλου- αφού, καθώς χωνόμουνα μέσα στα χαρτιά, μ’ ένα μολύβι έχτισα τον δικό μου κόσμο, δίπλα στο κόσμο μας. Και ανακάλυψα εκεί μια μορφή –όχι πλαστής- ευτυχίας. Βρήκα όμως την ψυχή, είχα το σθένος, πως να το πω, και έχτισα τις αξίες μου, αγάπησα τους ανθρώπους, έζησα παραδείσους ερωτικούς, ανέπτυξα την προσωπικότητά μου, χόρτασα ζωή. Όλα χειροποίητα. Και πάντοτε με εμπόδια. Οι τρικλοποδιές, τα χουνέρια και οι παγίδες μ’ έκαναν ακόμη πιο ατσάλινο. «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», θα’ λεγε ο Ταχτσής. Όχι μόνον.
Έκανα κι εγώ μικρότερος κάποια μικρομπούλιγκ, κάποιους πλήγωσα, δε μπορεί. Ο Βαγγέλης –με την άγια ικεσία και την πεντάμορφη αγνότητα στο βλέμμα του- είναι η χωλή Μαρία(κουτσάβλα), η χοντρή κυρία(βαρέλα), η ζαρωμένη γιαγιά(πουρόγρια), ο κουνιστός συμμαθητής(γυναικούλα), ο φιλάσθενος περαστικός(χτικιάρης), ο σακατεμένος παππούς(σκατόγερος). Ατερμάτιστη η ανερμάτιστη ρατσιστική Βαβέλ.
Όταν η ζωή σου γίνεται μαρτύριο, μπορεί να οδηγηθείς εθελουσίως στην έξοδο. «Ευτυχώς που υπάρχει κι η αυτοκτονία», δηλώνει ένας Γάλλος, ο Γκουαταρί νομίζω. «Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι», αρχίζει ο Σικελιανός το ποίημά του «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα» εξυμνώντας το άφευκτον της γενναίας αυτοχειρίας. Μα εδώ πρόκειται για πεντακάθαρο έγκλημα.
Αδικώ τις πόλεις που τις βρίζω συχνά –κι όχι άδικα- για άλλους λόγους. Τώρα θα πω «ζήτωσαν τα πολύβουα άστεα» που λειτουργούν ως σύγχρονα καταφύγια θηραμάτων («χωράμε όλοι στο τραπέζι, και τα όρνια και τα σπουργίτια» θα’ λεγε ο Έλιοτ). Βέβαια κανένα καλό αρσενικό –και καλά αρσενικά είναι μόνο τα υψηλής ευαισθησίας- δεν γλυτώνει απ’ την επικροτούμενη τσογλανερί των αιώνιων εσατζήδων, το φασιστικό σώμα που δεν θα καταργηθεί από κανέναν Τσίπρα του πλανήτη. Αυτά τ’ αρσενικά, τα καλύτερα, είναι που δε γλιτώνουν ούτε απ’ τις γυναίκες, τις ερωμένες, τους ερωμένους, τους φίλους μα ούτε κι απ’ τις ίδιες της μανάδες τους. Και δεν υπαινίσσομαι τίποτε το ομοφυλόφιλο –χωρίς βέβαια να το εξαιρώ. Αυτοί είναι οι «γιοι χωρίς μητέρα», έτσι τους βάφτισε ο Ζαν Ζενέ, οι ανθρωπινότεροι των άλλων, των πολλών. Εκείνων των ανασφαλών πορδών που υπηρετούν ισοβίως στο «Λεβεντομαλακιστάν», οι αγάμητες κομπλεξάρες. («Παντέρμη Κρήτη, κόσμημα της γης, μην πας πλέον χαράμι για τα θλιβερά σου κυνικά χωριατόπουλα που τους έμαθες καλά να μην ξεχωρίζουν το τσουτσουνάκι τους απ’ την μπιστόλα, άλλαξε πια τροπάριο, Λεβεντογέννα μου!»)
Τώρα δε μπορεί να με πειράξει πια κανείς απ’ αυτούς. Δεν τρέφω μίσος. Αηδία, μιαν απέραντη αηδία. Και οίκτο. Μα στο βάθος βασιλεύει ένας καγχαστικός θρίαμβος. Τώρα πια δε μπορούν να με «φάνε» εκείνοι. Αν μπορούσαν θα το ’καναν ευχαρίστως. Ακόμη και τώρα που γερνάνε. Μα τι ανάγκη! Έχουν αφήσει άλλους στη θέση τους, αξιότερους σαδίκλες. Είναι αυτοί που με σκότωσαν ξανά στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Και που, αν μπορούσα, θα τους σκότωνα κι εγώ με τη σειρά μου χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί η εκδίκηση αυτή είναι ιερή, δεν προσωποποιείται, είναι προϊόν μιας αδικίας ιστορικής, ανήκει στο διηνεκές. Μα δε θα γίνει έτσι ποτέ. Θα κοιμηθώ απόψε παίρνοντας αυτό το σπαραγμένο γιαβράκι στα όνειρά μου, όπως θα κάνω από δω και πέρα κάθε νύχτα, κι όταν κάποτε κάποιο τρένο κι εμένα θα με πάρει, Βαγγέλη μου, του Χάρου μου θα σε κάνω διήγημα. "
Θωμάς Κοροβίνης 16 Μαρτίου 2015



Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

44 π.Χ.

phoro by Baptiste Giabiconi
44 π.Χ.
φίλος θα σε προδώσει, ποτέ εχθρός
αυτός που αγάπησες, κι αυτός που αφέθηκες να εμπιστευτείς
ποτέ κάποιος που σε μισεί, κάποιος που διαφωνεί μαζί σου, ποτέ
ο έρωτας κι ο θάνατος ξαδέλφια
ο φίλος κι ο προδότης αδελφοί
μη πεις πως δεν σου τα ’πα
μη ξεχαστείς στην αγορά και στα λουτρά
στις συναναστροφές που μαζί γελάτε κι αποφασίζετε τις δράσεις
μην αφεθείς αγέρωχος στην δημόσια εικόνα σου προπάντων
μα ν’ αφουγκράζεσαι την ιδιωτική σου ανάγκη
αυτό που σε κινεί κι αυτό που θεραπεύει
τη φράση μη ξεχνάς, μη προσπερνάς τις λέξεις
τις παύσεις, τις σιωπές, τα βλέμματα μην αγνοείς
«Φοβού τας ειδούς του Μαρτίου»

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

μετοχές από π



θα ιδρώνω
μέχρι αφυδατώσεως

θα ιδρώνω
περιμένοντας
παρατηρώντας
παλεύοντας
παρακαλώντας 
πιστεύοντας
πιέζοντας
προσαρμόζοντας 
παίζοντας 
προκαλώντας 

θα ιδρώνω
μέχρι τελικής εξατμίσεως
συναισθημάτων και μνήμης  

μετέχοντας στην διαδικασία
πειραματισμού των αντοχών
σε άνυδρους καιρούς 
σε αναζήτηση του  π μιας παλιάς εξίσωσης 
ο άγνωστος x εγώ. 

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ : γραφή Β'



 


" Ο χρόνος που δεν υπακούει στην μνήμη λαμβάνει διαστάσεις ημέρας.
Ένας μακρύς παγωμένος χειμώνας στον πάγκο που δεν είναι για δύο.
Χωρίς την κόκκινη εσάρπα λαιμού. Χωρίς την επαφή του χεριού της.
Έχασα τις διαστάσεις του χώρου και την μυρουδιά των πουλιών.
Η μνήμη δεν προδίδει ποτέ τον θυμό μου.
Έψαξα την βρεμμένη εσάρπα λαιμού στη βρώμικη μαρμάρινη σκάλα, στους οριζόντιους διαδρόμους εκπαιδευτήριου φαιού.
Στον άδενδρο χώρο αυλής, στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου υψηλοτάτου κτιρίου, στις διαστάσεις των αδυνάτων μαύρων πουλιών.
Στους πάγκους που δεν είναι για δύο.
Στον πάγκο που δεν είναι πια για κανέναν.
Έψαξα το αδύνατο μαύρο πουλί. Τη μυρουδιά του λαιμού και τη χαλασμένη γραμμή των δοντιών της.
Βρήκα τη γεύση του χαμένου ερωτικού παιγνιδιού.
Και πλήρη απουσία εντός μου.
Από την βομβαρδισμένη μου μνήμη απαιτώ την αλήθεια.
Την συγκεκριμένη στιγμή. Την πόση συγκίνηση.
Την πόση ερωτική επαφή των χεριών μας.
Απαιτώ την δική της εικόνα. Το γέλιο των βρώμικων χαλασμένων δοντιών.
Την γεύση κρύου βροχής και χειμώνα.
Τα μεσημέρια των μοναχικών παιγνιδιών. Στο πέτρινο ρείθρο του δρόμου. Στον πάγκο αυλής κτιρίου φαιού.
Στον πάγκο του ερωτικού παιγνιδιού μου.
Στο επικλινές του διαδρόμου φέρω τη λευκή γαλακτώδη μορφή μου• κατά την αντίθετη φορά των δεσμίδων φωτός. Προς Βορράν των επικλινών επιπέδων.
Κορίτσι δάνεισε μου ένα πρόσωπο.
Ενδεδυμένη νέο ένδυμα φόβου αναγνωρίζω τη διακοσμημένη μορφή μου.
Εμμέσω.
Στα νοτιοδυτικά του κτιρίου στο ασαφές της διαβάσεως υπογείας αιθούσης, στις αλλαγές υποδημάτων πορείας. Εμμέσω.
Στο ευτελές του σχεδίου της μνήμης. Εμμέσω.
Εμμέσω στην μνήμη των πλαγίων του ονείρου.
Συνείδηση σημαδεμένη απ’ τη μοναξιά και το γέλιο χαλασμένων δοντιών." 
ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ  γραφή Β' (1964) 



Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

ο καθρέφτης του Ερωτα



O  καθρέφτης του Ερωτα βρέθηκε  στη νεκρόπολη των Αιγών τον Νοέμβρη, τον παρουσίασε  η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας και υπεύθυνη της ανασκαφής, Αγγελική Κοτταρίδη, κατά τη διάρκεια των εργασιών της 28ης Επιστημονικής Συνάντησης για το Αρχαιολογικό Εργο στη Μακεδονία και στη Θράκη.
Το πιο πολύτιμο και σπάνιο εύρημα από τον πρώτο τύμβο, απο τους 21 συνολικά που ανασκάφτηκαν,   ήταν στον τάφο μιας κοπέλας του 4ου π.Χ. αιώνα, πολυαγαπημένης των γονιών της, που της χάρισαν στο τελευταίο της ταξίδι, πολύτιμα χρυσά στολίδια, σκουλαρίκια και χάντρες, αλλά και τον μοναδικό καθρέφτη που βρέθηκε έως τώρα στις Αιγές, ένα μικρό, χάλκινο κομψοτέχνημα, έργο ενός πολύ επιδέξιου τορευτή. Στο καπάκι του καθρέφτη, ο Ερωτας, με την μορφή  μικρού  παιδιού, έρχεται πετώντας να αγκαλιάσει με τρυφερότητα τον θεό του πόθου και του πάθους, τον Διόνυσο, που με την μορφή θαλερού νέου κάθεται πάνω σε βράχια όπου είναι στρωμένη η δορά ενός  πάνθηρα.


Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

ρω 4



collage Demos Tsorbatzoglou
του Βασίλη & του Δήμου & των άλλων παιδιών 

ανάμεσα σε αποκόμματα ειδήσεων
και στις εικόνες της επικαιρότητας
το χέρι σου μοναδική πηγή θερμότητας
να μεταδίδει ένα συναίσθημα
που ξέχασα

την ώρα που τα δάκτυλα αναγνωρίζουν τα δικά μου
ηλεκτρική εκκένωση, να σπάνε τα κοντέρ
μέτρησης της αντοχής
αυτή η αδυναμία, η δική μας δύναμη
καθώς το χρώμα μεταβάλλεται
από μπλε του κοβαλτίου σε κόκκινο της καρδιάς

στο κεντρικό σαλόνι της ζωής
να το βλέπουν οι περαστικοί
να μη το προσπερνούν
να το χαζεύουν
εκεί