Tο Insenso παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα ελληνική πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών από ελληνικές παραγωγές, για έναν και μόνο λόγο , διότι παραμένει απολύτως ανεξήγητο για οποιονδήποτε δεν έχει αφεθει να εξαπατηθεί από έρωτα, κι είναι πολλοί αυτο
ί, είναι πολλοί όσοι μετά το τέλος μιας σχέσης μπορούν να συνεχίζουν, χωρίς να θέλουν να σκοτώσουν το αντικείμενο του πόθου τους, ώστε να παραμείνουν στο αδιαχώρητο του "μαζί" στους αιώνες και στα χώματα των κοιμητηρίων. Το κείμενο του Δημητριάδη με μια παραληρηματική καρκινική γραφή επιμένει και η σύνθεση του Καμαρωτού ενισχύει την πεποίθηση μου, ότι ο μόνος ένδοξος θάνατος είναι όταν σε δολοφονούν αυτοί που σ'αγαπουν. Αυτό είναι κι η πιο αξιομνημόνευτη τύψη για αυτόν που επιζεί μιας σχέσης. Είναι κρίμα αυτή η παράσταση να μην επαναληφθεί, η να μην περιοδεύσει στο εξωτερικό. Είναι ο τρόπος του ερωτα, του Νότου της Ευρώπης, που δεν μπορει να αναπτυχθει σε περιβάλλον νύχτας. Ο Ερωτας που σε τυφλώνει από το μεσογειακό του φως. Ο ακατανόητος Ερωτας για όποιον έχει νύχτα από τα μεσα του 24ώρου και δεν ξερει να ζει με ανοιχτα παραθυρα, δεν ξερει ουτε θα μαθει ποτε τι χρωμα εχουν τα βοτσαλα στην παραλια οταν ο ηλιος τα καίει...
20 χρόνια σχεδον απο ττην αναχώρηση της ποιητριας Κατερίνας Γώγου, που υπήρξε και
ηθοποιος , ο Α.Μ. προσπαθει να καταγραψει το φαινομενο της παρουσίας της, στη
δημοσια ζωή της πόλης, ανακαλώντας τη μνημη ανθρωπων που την γνώρισαν, την
έζησαν, την βοήθησαν, τους βοήθησε, τους ενέπνευσε, τους αφύπνισε, σε χρονια
που η λαιλαπα της φούσκας του lifestyle ομογενοποιούσε το συμπαν, να καταγραψει
οτι απέμεινε απο την αντίστασή της στο βόλεμα, μιας κοινωνιας σε παρακμή.
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και
αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου 1993. στα 53 της χρόνια. Ως
τοτε καταφερε να γραψει 7 ποιητικές συλλογες, με λογο ακραια αντιποιητικό, που
κυρίως ενοχλούσε τους θαυμαστες της και τους ξεβόλευε απο την μικροαστικη
εικονα που ειχαν γι'αυτην απο τις περίπου 15 ταινιες του παλιου ελληνικου
κινηματογραφου . Αγνοώντας οι περισότεροι την στροφη που εκανε γυρω στα 1977 με
το "Βαρυ Πεπόνι" του αντρα της Παύλου Τάσιου και της χαρισε το
Βραβειο του Α Γυναικείου ρόλου στο Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης, όπως
και την εμβληματική πλεον Παραγγελιά, οπου κρατουσε εναν βασικο ρόλο σαν κορυφαια
ενος ατυπου ποιητικου αρχαιου χορου , απαγγελοντας ποιηματα της απο τις 2
πρωτες ποιητικές της συλλογες που ηδη ειχαν κυκλοφορησει, με μουσικη υπόκρουση
Κυριάκου Σφέτσα κι εξαιρετικά γκρό πλαν, σχεδον εφιαλτικα, σαν μια φωνη τύψης,
για την κοινωνικη σηψη που περιγραφεται στην ταινία. Η τελευταια
κινηματογραφικη της παρουσία εγινε στην αλληγορική "Όστρια, το τέλος του
παιχνιδιού " σε σκηνοθεσία: Ανδρέα Θωμόπουλου.
Η νεαρη ηθοποιός Λουκία Μιχαλοπούλου ενδυέται
την ατμόσφαιρα της ποιήτριας και προσπαθει να σωματοποιήσει τον μύθο που την
περιβαλει 20 χρόνια τωρα, οντας αποκομμένη από το επίσημο λογοτεχνικό κατεστημένο,
αλλα με μια συνεχώς αυξανόμενη δυναμική μεσα από τα κείμενα της και τη σταση ζωής
της στις νέες γενιές που την ανακαλύπτουν , και την κρατουν σταθερα στην πρωτη
γραμμη ενδιαφέροντος. Αυτό το κενο ερχεται να καλύψει ετούτο το ντοκιμαντερ.
Μια καταγραφη και μια ατμόσφαιρα από ένα ατομο που ηταν «περαν του κόσμου
τουτου».