Ο Ενο άφησε τα lego του,
για να παίξουν τα άλλα παιδάκια, άπλωσε το χέρι του, έπιασε τις λέξεις από το
σύννεφο που πέρασε πάνω από το πάρκο με τα παιχνίδια και είπε να δημιουργήσει το δικό του σύμπαν.
Είναι ένα νέο παιδί που στην εποχή του
κυβερνοχώρου, ξέρει πως το ταξίδι είναι προς τα μέσα κι όχι προς τα έξω.
Κράτησε μέσα του όσες λέξεις ήταν απαραίτητες για το οικοδόμημα μιας ιδιωτικής
φιλοσοφίας κι άρχισε το ταξίδι.
Διαβάζοντας τις λέξεις του
κατάλαβα πόσο σύνθετο πόσο επίπονο και πόση αλήθεια οφείλει να έχει κάποιος που
αποφάσισε να γίνει ο Θεός της ζωής του.
Σα γνήσιος 50αρης σκέφτηκα: “τι έπαρση” , όμως μετά θυμήθηκα εμένα
στα 20. Θυμήθηκα τον τρόπο που ανακάλυπτα το δικό μου πολύ πιο πεζό και
καταπιεσμένο σύμπαν , θυμήθηκα τα αχαρτογράφητα
απαγορευμένα από την εποχή μου τοπία και είπα να αφεθώ σε τούτο το ταξίδι αυτού
του τρομερού παιδιού που αποφάσισε στα 20 του να μου δείξει τα αίματα του, τους
γκρεμούς του και όλο τις εσοχές των ενοχών
που του χάρισε η γενιά μου απροειδοποίητα.
Ο Ενο καταφέρνει με
απροσποίητη διεισδυτικότητα να επικεντρώνεται στο στόχο, ξεπερνώντας ευδιάκριτες
φόρμες μιας μελό εφηβικής εξομολόγησης, φτύνοντας τα κλισέ μιας ακαδημαϊκής ποιητικής γραφής -αχρείαστη στους κραδασμούς
που θέλει να δημιουργήσει- ξεπερνώντας
ηθικά και λεκτικά κολλήματα, κοιτάζοντας κατάματα με αφοπλιστική αλήθεια την επιθυμία του, ταρακουνώντας επικίνδυνα
όσους με ελαφρότητα τον προσεγγίζουν, ουρλιάζοντας
την μοναξιά του και γλύφοντας τις πληγές του. Ένα παιδί σκυλί στον απέραντο
κόσμο μιας αδιαφορίας που ξέχασε την ευαισθησία της στις αναρτήσεις των κοινωνικών
δικτύων.
Τα ποιήματα του έχουν κάτι
από την εμμονή στον χρόνο ενός ασκητή, το μάταιο που επιμένει να μας
κομματιάζει, πάντα στη σωστή ώρα, μιας οποιασδήποτε μέρας, ένας φανταστικός
φίλος σε εξωτικές πόλεις που άλλοι κατοικούν κι άλλοι υπερίπτανται σαν τον
Μπρούνο Γκάντζ στο Der Himmel über Berlin του Βέντερς, μια υπενθύμιση, μια
σημείωση που παράπεσε, και την συνάντησε τυχαία ένα άυπνο βράδυ, μια κραυγή που δεν ειπώθηκε, μια προσταγή και
μια υποταγή σε σκοτεινά αντικείμενα του πόθου που επιμένουν να μένουν
απροσδιόριστα, απαλλαγμένα από άσκοπες κατηγοριοποιήσεις, Ανίσχυρες αντιστάσεις
και σκληρότητα γνήσια απέναντι σε σαρκοφάγους ομφάλιους λώρους ….
Ένας ιερατικός
κοσμοπολιτισμός που μόνο οξυμένες φαντασίες η μια ατρόμητη νεότητα μπορεί να
κατασκευάσει.
Τα ποιήματα του αφορισμοί
μιας μεταφιλοσοφικής αναθεώρησης ζωής και γλώσσας που ενοποιημένη σε κάτι
πρωτόγνωρο, τώρα δημιουργείται, από μια γενιά που ανακαλύπτει την ανάγνωση,
όπως άλλες τον έρωτα. Είναι το ποιητικό αίτιο μιας αόρατης γενιάς που επιθετικά
διεκδικεί το φως ξεψαχνίζοντας τα πιο ανεξερεύνητα σκοτάδια της.
Κι εγώ ανήμπορος σε μια
παραλία να διαβάζω :
«Το αβέβαιο
επέκεινα της ύπαρξης.
Αυτός που
σφύριζε αρχίζει το τραγούδι του γέλιου,
Κι όλοι
μαζί χορεύουν τη γιγάντια dance
macabre
Και γελούν,
Και
χάνονται
Στο αβέβαιο
επέκεινα της ύπαρξης.»
Μια
ολόκληρη οικοδομική διαδικασία χτισμένη σε διαβάσματα από τον Μαρσελ Προύστ
στον Τζέιμς Τζοις , κι από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Βιτγκενστάιν πoυ στόχο έχει να δηλώσει «παρών», να σε προκαλέσει
να θυμώσεις, να απαντήσεις, να στοχαστείς και να αποφασίσεις ποιος είναι
ο κόσμος ο αληθινός και ποιος ο ποιητικός, από δω και πέρα…
Χωρίς
να περιμένει την απάντηση σου, γιατί ήδη πετάει σαν άγγελος τιμωρός ήδη πάνω
από μια άλλη χώρα , ένα άλλο τοπίο, που μαραμένο περιμένει την ποιητική βροχή
του ‘Ενο Αγκόλλι, σαν χρυσή βροχή από λέξεις ενός άγνωστου αστερισμού για να
υπάρξει η να καταστραφεί για πάντα.