Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

μύρισε τη νύχτα


μου είπες "μύρισε τη νύχτα για μένα"
και 'γω πνίγηκα από την απουσία τόσων φίλων
μάτωσα από χιλιάδες αγκάθια κομμένης απότομα αγάπης
ανάμεσα σε νέες πατρίδες και παλιές

χρόνια μετά
θα αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε πραγματικά
και τι μας απέμεινε από τη ρίζα
με μόνο αναγνωριστικό μας
τη μυρωδιά μιας  νύχτας
που ποτέ δε μπορέσαμε να μοιραστούμε
αλλά κατάσαρκα φυλάξαμε
ο καθένας μόνος του
σε τόπο ξένο,  ακατανόητο σε τούτα  
πνιγμένοι, μόνοι
για τη στιγμή εκείνη της συνάντησης
που ούτε καν προβλέπεται

αν θα υπάρξει τελικά.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Καλοκαιρινό τραγουδάκι



Καθώς βραδιάζει
κι ακούμε το γιουκάλι
στον ουρανό σταγόνες που ξεχάστηκαν
από παλιά βροχή,  δροσίζουν τα μαλλιά μας

Ξεχάσαμε τα βήματα
και μόνο η μελωδία
μας οδηγεί στην ουτοπία
ένα δυο τρία, ένα δυο τρία

Καθώς θα ξημερώνει
ένα θλιμμένο αηδόνι
να μας θυμίζει τις αγάπες που έφυγαν
μετά την καταιγίδα, απότιστες  ελπίδα

Ξεχάσαμε τα βήματα
και μόνο η μελωδία
μας οδηγεί στην ουτοπία
ένα δυο τρία, ένα δυο τρία




Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Ενο Αγκόλλι : Ποιητικό αίτιο






     Ο Ενο άφησε τα lego του, για να παίξουν τα άλλα παιδάκια, άπλωσε το χέρι του, έπιασε τις λέξεις από το σύννεφο που πέρασε πάνω από το πάρκο με τα παιχνίδια  και είπε να δημιουργήσει το δικό του σύμπαν. Είναι ένα νέο παιδί που στην εποχή του  κυβερνοχώρου, ξέρει πως το ταξίδι είναι προς τα μέσα κι όχι προς τα έξω. Κράτησε μέσα του όσες λέξεις ήταν απαραίτητες για το οικοδόμημα μιας ιδιωτικής φιλοσοφίας κι άρχισε το ταξίδι.  
     Διαβάζοντας τις λέξεις του κατάλαβα πόσο σύνθετο πόσο επίπονο και πόση αλήθεια οφείλει να έχει κάποιος που αποφάσισε  να γίνει ο  Θεός της ζωής του.
Σα γνήσιος 50αρης  σκέφτηκα: “τι έπαρση” , όμως μετά θυμήθηκα εμένα στα 20. Θυμήθηκα τον τρόπο που ανακάλυπτα το δικό μου πολύ πιο πεζό και καταπιεσμένο  σύμπαν , θυμήθηκα τα αχαρτογράφητα απαγορευμένα από την εποχή μου τοπία και είπα να αφεθώ σε τούτο το ταξίδι αυτού του τρομερού παιδιού που αποφάσισε στα 20 του να μου δείξει τα αίματα του, τους γκρεμούς του και όλο τις εσοχές  των ενοχών που του χάρισε η γενιά μου απροειδοποίητα.
       Ο Ενο καταφέρνει με απροσποίητη διεισδυτικότητα να επικεντρώνεται στο στόχο, ξεπερνώντας ευδιάκριτες φόρμες μιας μελό εφηβικής εξομολόγησης, φτύνοντας τα κλισέ μιας ακαδημαϊκής  ποιητικής γραφής -αχρείαστη στους κραδασμούς που θέλει να δημιουργήσει-  ξεπερνώντας ηθικά και λεκτικά κολλήματα, κοιτάζοντας κατάματα με αφοπλιστική αλήθεια  την επιθυμία του, ταρακουνώντας επικίνδυνα όσους με ελαφρότητα  τον προσεγγίζουν, ουρλιάζοντας την μοναξιά του και γλύφοντας τις πληγές του. Ένα παιδί σκυλί στον απέραντο κόσμο μιας αδιαφορίας που ξέχασε την ευαισθησία της στις αναρτήσεις των κοινωνικών δικτύων.
Τα ποιήματα του έχουν κάτι από την εμμονή στον χρόνο ενός ασκητή, το μάταιο που επιμένει να μας κομματιάζει, πάντα στη σωστή ώρα, μιας οποιασδήποτε μέρας, ένας φανταστικός φίλος σε εξωτικές πόλεις που άλλοι κατοικούν κι άλλοι υπερίπτανται σαν τον Μπρούνο Γκάντζ στο Der Himmel über Berlin του Βέντερς, μια υπενθύμιση, μια σημείωση που παράπεσε, και την συνάντησε τυχαία ένα άυπνο βράδυ,  μια κραυγή που δεν ειπώθηκε, μια προσταγή και μια υποταγή σε σκοτεινά αντικείμενα του πόθου που επιμένουν να μένουν απροσδιόριστα, απαλλαγμένα από άσκοπες κατηγοριοποιήσεις, Ανίσχυρες αντιστάσεις και σκληρότητα γνήσια απέναντι σε σαρκοφάγους  ομφάλιους λώρους ….
       Ένας ιερατικός κοσμοπολιτισμός που μόνο οξυμένες φαντασίες η μια ατρόμητη νεότητα μπορεί να κατασκευάσει.
Τα ποιήματα του αφορισμοί μιας μεταφιλοσοφικής αναθεώρησης ζωής και γλώσσας που ενοποιημένη σε κάτι πρωτόγνωρο, τώρα δημιουργείται, από μια γενιά που ανακαλύπτει την ανάγνωση, όπως άλλες τον έρωτα. Είναι το ποιητικό αίτιο μιας αόρατης γενιάς που επιθετικά διεκδικεί το φως ξεψαχνίζοντας τα πιο ανεξερεύνητα σκοτάδια της.
Κι εγώ ανήμπορος σε μια παραλία να διαβάζω :

«Το αβέβαιο επέκεινα της ύπαρξης.
Αυτός που σφύριζε αρχίζει το τραγούδι του γέλιου,
Κι όλοι μαζί χορεύουν τη γιγάντια dance macabre
Και γελούν,
Και χάνονται
Στο αβέβαιο επέκεινα της ύπαρξης.»  

Μια ολόκληρη οικοδομική διαδικασία χτισμένη σε διαβάσματα από τον Μαρσελ Προύστ στον Τζέιμς Τζοις , κι από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Βιτγκενστάιν πoυ στόχο έχει να δηλώσει «παρών», να  σε προκαλέσει  να θυμώσεις, να απαντήσεις, να στοχαστείς και να αποφασίσεις ποιος είναι ο κόσμος ο αληθινός και ποιος ο ποιητικός, από δω και πέρα…
Χωρίς να περιμένει την απάντηση σου, γιατί ήδη πετάει σαν άγγελος τιμωρός ήδη πάνω από μια άλλη χώρα , ένα άλλο τοπίο, που μαραμένο περιμένει την ποιητική βροχή του ‘Ενο Αγκόλλι, σαν χρυσή βροχή από λέξεις ενός άγνωστου αστερισμού για να υπάρξει η να καταστραφεί για πάντα.




Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Κυριακή 7 Ιουνίου: "ποιο είναι το δεξί μαμά;"



οι κηδείες περιέχουν κάτι το οριστικό
πόσο δύσκολο είναι κάθε φορά το αόριστο επιζών Εγώ μας 
να αλλάζει χρονικό προσδιορισμό


είναι σα να μαθαίνεις να ξαναπερπατάς
πρώτα το δεξί, μετά το αριστερό
"ποιο είναι το δεξί μαμά;"

έτσι πέφτουμε μπουρδουκλωμένοι
σε χάπια σε ποτά και εξαρτήσεις
μη χάσουμε τα βήματα

τα από καιρό χαμένα

και ξημερώνει η Κυριακή
ημέρα των παλιών νεκρών σου
με μια καινούργια αναχώρηση

κι εσύ γεμάτος γρατζουνιές στα γόνατα
απ' τα απανωτά πεσίματα
με παραμορφωμένα άκρα απ' το σφίξιμο
ακίνητος
με ανάπηρα άκρα και μάτια
να υποψιάζεσαι στον ουρανό
το φως
ανάμεσα στα σύννεφα
να σε καλωσορίζει
μέρα τη μέρα
φευγιό το φευγιό
μνήμη τη μνήμη
σιωπή τη σιωπή 

θεώρημα



γνωρίζω ακριβώς τις διαστάσεις του χώρου που μου απομένει 
μη μου τον συρρικνώνεις περισσότερο με τη σιωπή σου

κι όταν -σπάνια πλέον- τύχει να  μιλήσεις
απέφευγε τις πολεοδομικές τοποθετήσεις 
αρκέσου στην εκτόξευση χωροχρονικών συναισθημάτων
απ' αυτά που όταν έρχονται σε επαφή με οξυγόνα βλέμματα
γίνονται αναμνηστικά περιοχών  ματαιότητας

ηχητικές υπενθυμίσεις  μεγάλων χώρων που  κατοικήσαμε 
μα αρνηθήκαμε, λόγω ασφυξίας, απ' το ανάμεσα κενό μας .

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

sans au révoir



μια αγκαλιά πριν την αναχώρηση
μια αγκαλιά πένθους

απ'αυτές που στη λογοτεχνία τις λένε "για τελευταία φορά"

μετά
να πέφτει η μουσική του τέλους
χωρίς κανείς μας να γυρίσει το κεφάλι
μια τελευταία εικόνα να κρατηθεί στη μνήμη
μήπως και ξεθωριάσει η τελευταία αγκαλιά

δίχως δάκρυα
χωρίς έστω ένα au révoir

ένα απλά "πετάω αύριο νωρίς"
και μετά ξανά για τρίτη φορά την ίδια μέρα
θα βρέχει

αυτό
κι η νύχτα

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

κλεψύδρα




κλεψύδρες οι άνθρωποι
κι αδειάζουν
αρκεί να τους αγγίξεις

έτσι καθώς γυρίζουν 
στον καθορισμένο χρόνο  πτώσης
σου δείχνουν την ματαιότητα 
σαν πείραμα φυσικής 

ούτε επιτυχία ούτε νίκη 
απλά ζωές που τελειώνουν
με   τον τελευταίο  κόκκο  
από πάνω προς τα κάτω

από πάνω προς τα κάτω
κι ο χρόνος που μετράει