Έρχεσαι μετά από καιρό να ξεσκεπασεις αυτά που έχω κρυμμένα χρόνια, να μου θυμίσεις όλο αυτό που αποκρύπτω, όλο αυτό της σιωπής μου το άχαρο κενό, δίνω κρυφά μπισκότα ενώ το ξέρω πως δεν πρέπει, και σε ακούω, όσο μπορώ.
Κάθε λέξη με ταξιδεύει σε αισθήματα που νόμιζα πνιγμένα σε πηγάδια λήθης, γεμίζω από νερά αναμνήσεων, γίνομαι κακός, δεν το θέλω, γίνομαι κακός για να σωθείς.
κι από την άλλη, απολαμβάνω με ηδονή, μια περιγραφή αγάπης, που γνωρίζω καλά, να πριν λίγο την ζούσα κι εγώ, πριν με ξυπνήσουν από την ψευδαίσθηση, πριν αγγίξω τα νούφαρα της; προδοσίας, που φύτρωσαν ανάμεσα σε λιμνάζοντες όρκους, αυτούς τους "για πάντα" που ξεστομίζονται μεθυσμένα χαράματα, και εξαφανίζονται με το πρωινό φθόριο της οδοντόκρεμες. Λόγια σαν κομμάτια από μαρούλι ανάμεσα στα δόντια, λόγια χωρίς αμονιαζολ, λόγια της ανάγκης όταν μια αγκαλιά είναι ο στόχος και καταλήγει σε οργασμούς ανεξέλεγκτης επιθυμίας. ερήμην...
Έρχεσαι να μου τραβήξεις το σεντόνι της μνήμης, να δω αυτά τα ωραιοποιημένα μου, τίποτα, πιο σκέτα κι από καφέ γραφείου, αυτούς τους γρήγορους βιομηχανικούς , για να αγγίζουν τα χείλη κάτι ζεστό μήπως ξυπνήσει το μυαλό που επιδέξια κρύβεται στα μυστικά ντοσιε των αναμνήσεων , κατασκευασμένες άμυνες για να αντεξω το αυριο ως κάτι νεο κι ας ξέρω πως ειναι μια αποτυχημένη επανάληψη του χθες.
Ερχεσαι χωρίς χερια, χωρίς σωμα, μονο με ενα ηχοχρωμα φιλιας, να μου διηγηθεις κι εγώ απλα πεταω , ταχα τυχαια τα τσιγαρα στα πατωματα, να σκυψω να κοκκινίσω να μη φανει ποσο ντρεπομαι παλι που δεν μπορώ να ξεχασω, που δεν μπορώ να διωξω το σεντόνι, που δεν μπορώ στα μάτια να δω κανεναν,
που δεν μπορώ να απαντησω,
που δεν μπορώ,
που δεν,
που...
αυτό!